χλωρίδιο

χλωρίδιο
το, Ν
χημ. περιληπτική ονομασία τών χλωριούχων ανόργανων ενώσεων, που είναι άλατα τού υδροχλωρικού οξέος, όπως και τών χλωριούχων οργανικών ενώσεων, που είναι χλωροπαράγωγα τών υδρογονανθράκων ή τών καρβονικών οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloride. Η λ., στον λόγιο τ. χλωρίδιον, μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιθυλοχλωρίδιο — το Χημ. οργανική ένωση με τύπο CH3CH2CI, που ανήκει στα αλκυλαλογονίδια, γνωστή επίσης ως χλωροαιθάνιο ή χλωριούχο αιθύλιο ή χλωραιθύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethyl chloride < ethyl (πρβλ. αιθύλιο) + chloride… …   Dictionary of Greek

  • σουλφουρυλοχλωρίδιο — το, Ν ανόργανη χημική ένωση, χλωρίδιο τού θειικού οξέος, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή οργανικών ενώσεων οι οποίες περιέχουν θείο ή χλώριο ή και τα δύο μαζί, καθώς και στη φαρμακευτική βιομηχανία …   Dictionary of Greek

  • τερεφθαλοϋλοχλωρίδιο — το, Ν χημ. χλωρίδιο τού τερεφθαλικού οξέος, άχρωμο κρυσταλλικό στερεό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή πολυεστερικών ινών, φύλλων και ρητινών, στις βιομηχανίες χρωμάτων, καουτσούκ και φαρμακευτικών προϊόντων …   Dictionary of Greek

  • τουβοκουραρίνη — η, Ν 1. (βιοχ. φαρμ.) αλκαλοειδές που εκχυλίζεται από τα κουράρια τα οποία είναι γνωστά ως κουράρια τού σωλήνα και χρησιμοποιείται στην ιατρική για την ελάττωση τού μυϊκού τόνου και ως σπασμολυτικό, καθώς και στη χειρουργική, σε συνδυασμό με… …   Dictionary of Greek

  • φθαλυλοχλωρίδιο — το, Ν χημ. οργανική ένωση που παρασκευάζεται με επίδραση πενταχλωριούχου φωσφόρου στον φθαλικό ανυδρίτη και το οποίο χρησιμοποιείται ως χημικό ενδιάμεσο, κυρίως για την παρασκευή συνθετικών ρητινών και πλαστικοποιητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθαλυλ(ο)* +… …   Dictionary of Greek

  • φωσγένιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, που είναι χλωρίδιο τού ανθρακικού οξέος, γνωστό και ως καρβονυλοχλωρίδιο ή οξυχλωριούχος άνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosgene < φως + γένος] …   Dictionary of Greek

  • ακετυλοχλωρίδιο — Το χλωρίδιο του οξικού οξέος, με τύπο CΗ3COCL. Είναι άχρωμο υγρό με έντονη και πνιγηρή οσμή. Έχει σημείο τήξης 112°C, σημείο ζέσης 51°C και παρασκευάζεται από οξικό οξύ ή οξικό νάτριο κατά την επίδραση αλογονούχων ενώσεων του φωσφόρου ή… …   Dictionary of Greek

  • ασβέστιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ca, που ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των μετάλλων (αλκαλικές γαίες)· έχει ατομικό αριθμό 20, και έξι σταθερά ισότοπα. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, αποτελεί το 3,22% του γήινου… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρύλιο — Δισθενής ρίζα, του τύπου C4H4O2, που προέρχεται από το ηλεκτρικό οξύ, αν αφαιρεθούν δύο υδροξύλια. Το χλωρίδιο του η. είναι υγρό, με σημείο βρασμού 192°C. Μπορεί να αντιδράσει με δύο μορφές, ως συμμετρικό Cl CO CH2CH2 CO Cl και ως ασύμμετρο CH2… …   Dictionary of Greek

  • μελαμίνη ή κυανουραμίδιο — Χημικό προϊόν μεγάλου βιομηχανικού ενδιαφέροντος, το οποίο αποτελεί το τριαμίδιο του κυανουρικού οξέος. Πρόκειται για λευκή κρυσταλλική ουσία, με βασικό χαρακτήρα και χημικό τύπο C3H6N6· έχει μοριακό βάρος 126 και ειδικό βάρος 1,573. Τήκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”